Καινέας, ο νεκρός

Daniel Paul Schreber
Ο Πρόεδρος Σρεμπέρ,  νόμιζε πως άλλαζε και γινόταν γυναίκα για να σώσει την ανθρωπότητα, πως ο Θεός του εμφύτευε θηλυκά νεύρα και τον καταδίκαζε στη λαγνεία. Νόμιζε ακόμη πως το σώμα του βρισκόταν συχνά σ’ αποσύνθεση, ενίοτε πως ήταν ολότελα νεκρός και ξάπλωνε ώρες ακίνητος στο κρεβάτι του, περιμένοντας την νεκρική πομπή να έρθει να τον πάρει. Η περίπτωσή του θυμίζει μια μεσαιωνική παραλογή του Ζαν Μποντέλ. Η σύζυγος ενός μυλωνά σκαρφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα για να τον απατήσει: τον έπεισε πως ήταν νεκρός, τον έβαλε στο νεκροκρέβατο και έμπασε τον εραστή της στο δωμάτιο. Ο εξαπατημένος νεκρός ξάπλωνε ακίνητος, ακούγοντας όμως τους θορύβους που έκαναν καθώς χαϊδεύονταν πλάι του οι εραστές, νόμισε πως ήταν τα φτερουγίσματα των δαιμόνων που είχαν έρθει να πάρουν την ψυχή του και άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένος. Σαν να μην έφτανε το θράσος της, η μυλωνού σάρκασε τον άντρα της: «Κλείσε τα μάτια σου παλιοχωριάτη», του είπε. «Όσοι πεθαίνουν με τα μάτια ανοιχτά δεν βρίσκουν ανάπαυση ποτέ και η ψυχή τους μένει για πάντα καταδικασμένη».
Μια αρχαία ιστορία λέει πως ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε την νεαρή Καινή, κόρη του Λαπίθη Ελάτου, βασιλιά της Μαγνησίας και μια χειμωνιάτικη μέρα που η νεαρή πριγκίπισσα είχε βγει για να μαζέψει κοχύλια και σκουπίδια στην άκρη της θάλασσας, όρμησε να την βιάσει. Η πριγκίπισσα που είχε ορκιστεί να μείνει ανέγγιχτη από χέρι άντρα, σκέφτηκε το ακόλουθο τέχνασμα για να ξεφύγει από τις ορέξεις του θεού. Υποσχέθηκε να του δοθεί, αν εκείνος της ορκιζόταν στα νερά της Στυγός πως θα ικανοποιούσε κάθε επιθυμία της. Ο Ποσειδώνας, ανυπόμονος από την επιθυμία και αφελής, όπως κάθε νοτισμένος στην υγρασία θεός, ορκίστηκε και η Καινή του ζήτησε το ανήκουστο, να την μεταμορφώσει σε άντρα και μάλιστα άντρα ανίκητο στη μάχη, άτρωτο. Ο Ποσειδώνας που είχε ορκιστεί δεν μπορούσε να κάνει πίσω την μεταμόρφωσε και αίφνης έχασε πλέον το ερωτικό του ενδιαφέρον. Όσο για την Καινή, που είχε γίνει πλέον Καινέας, βλέποντας στο σώμα του το σώμα εκείνο που είχε με φόβο επιθυμήσει, ψηλαφίζοντας στους μυς και στις λαγόνες, στο στέρνο και το λαιμό, τα δάχτυλα και του μηρούς το σώμα εκείνο από το οποίο είχε ορκιστεί να μείνει ανέγγιχτη, θεώρησε πως είναι ισόθεος και ξεκίνησε ν’ ανέβει στον Όλυμπο. Γνωρίζουμε την ιστορία αυτή από τον Οβίδιο και το τέλος της από λίγους στίχους του Πινδάρου και κάποια κεραμικά θραύσματα: όσους κεραυνούς κι αν πέταγε δεν μπορούσε ο Δίας να σταματήσει τον Καινέα τον ανίκητο κι έτσι έστειλε εναντίον του δυο Γίγαντες που χτυπώντας τον στο κεφάλι με δυο έλατα που έκοψαν από τις πλαγιές του Πηλίου, τον φύτεψαν στο χώμα, ζωντανό για πάντα μα ανίκανο να προχωρήσει, τον Καινέα τον ακίνητο.

“Ο βιασμός της Καινίδας” του Antonio Tempesta, χαρακτικό, εικονογράφηση των “Μεταμορφώσεων” του Οβιδίου, 1606, ανήκει στα Μουσεία Τέχνης του Harvard.

Johann Whilhelm Baur, “Καινέας και κένταυροι”, χαρακτικό, εικονογράφηση για τις “Μεταμορφώσεις” του Οβιδίου, Νυρεμβέργη, 1703

Leave a comment