Ο εχέφρων

O εχέφρων ακούμπησε το αυτί του στην πόρτα και προσπάθησε, όπως κάθε βράδυ, να μαντέψει τις κινήσεις της. Nα καταλάβει από το περπάτημά της στο διάδρομο με τι σεντόνια είχε στρώσει το κρεβάτι της, από τον τρόπο που κοντοστεκόταν, πριν μπει στους νιπτήρες, να υποθέσει τι χρώμα είχαν τα μαλλιά της, την ώρα που έπλενε τα δόντια της την φαντάστηκε για μιαν ακόμη φορά μικροκαμωμένη κι αφελή, με στήθος μυτερό και ροδοκόκκινα δάχτυλα. Tην άκουγε συχνά που ανεβαίνοντας καλησπέριζε την θυρωρό και το πρωί που έφευγε αξημέρωτα να πάει στην δουλειά του, από το δωμάτιο της έβγαινε ένα άρωμα ανάκατο τσαγιού και υακίνθου, σημάδι αναμφισβήτητο πως εκεί μέσα έμενε μια ανύπανδρη κοπέλλα, με γούστο μετρημένο και ελάχιστες συναναστροφές. Δεν είχαν όμως ποτέ συναντηθεί, γιατί εκείνη γύριζε αργά και για να την γνωρίσει θα έπρεπε να πεταχτεί επί τούτου στον διάδρομο και τι εντύπωση θα έκανε τότε, ένας άνδρας να είναι τόσο αδιάκριτος, που να κατασκοπεύει έτσι τους συγκατοίκους του, για ποιον άλλο λόγο δηλαδή θα έβγαινε από το δωμάτιό του με το που άκουσε βήματα στην σκάλα, και οποιαδήποτε ελπίδα να γνωριστούν, να ανταλλάξουν έστω δυο κουβέντες, θα χανόταν οριστικά κι αυτή θα τον κακολογούσε.

Eίναι αλήθεια, βέβαια, πως μια Kυριακή που το είχε πάρει επιτέλους απόφαση να σηκωθεί νωρίς για να πάει στην εκκλησία, συνήθως το προγραμμάτιζε όλη την εβδομάδα, όταν όμως έφτανε η ώρα αισθανόταν εξαντλημένος και αμαρτωλός, κόντεψε να πέσει πάνω της. Eίδε δηλαδή στην είσοδο του οικοτροφείου έναν νεαρό που περίμενε με γλαδιόλους στο χέρι και σκέφτηκε πως αυτή περίμενε, γιατί δεν έμενε εκεί άλλη γυναίκα που να της ταιριάζει ένας τέτοιος δανδής· είπε να την παραμονεύσει στην γωνία, να κάνει τάχα πως καθυστερεί κοιτώντας τα γλυκίσματα στο ζαχαροπλαστείο “Tο ενδελεχές προφιτερόλ”, όμως εάν εκείνη τύχαινε να τον γνωρίζει εξ’όψεως, εάν είχε αποδειχτεί λιγότερο διστακτική από τον ίδιο και είχε τολμήσει ένα πρωινό να ανοίξει την πόρτα της την ώρα που περνούσε απ’ έξω, αν γνώριζε τη φυσιογνωμία του, δεν θα καταλάβαινε τάχα πως όλη αυτή η κυριακάτικη βουλιμία του δεν ήταν παρά μόνο ένα αγενές πρόσχημα;

Kατόπιν όμως σκέφτηκε πως δεν ήταν υποχρεωμένη να είναι και αυτή έτσι αδιάκριτη και να νοιάζεται για τους γειτόνους της, άλλωστε να της χρεώνει ανάλογες υστεροβουλίες δεν ήταν κιόλας η καλύτερη απόδειξη πως μόνο το δικό του το μυαλό μηχανορραφούσε με τόσο περίπλοκο τρόπο, λες και δεν θα μπορούσε, εάν το ήθελε αυτή να κάνει την γνωριμία του, να του χτυπήσει απλώς την πόρτα, μήπως θα της το αρνιόταν, αυτός που έκανε τόση φασαρία τα βράδια μόνο και μόνο για να της δείξει πως είναι ακόμη ξυπνητός και εάν το επιθυμούσε θα ήταν καλοδεχούμενη να του χτυπήσει, δεν θα τον ενοχλήσει καθόλου, κάθε άλλο· εντούτοις και πάλι δεν το αποφάσισε να την παρακολουθήσει και αντί για τα πετερημών του και τις μετάνοιες αναλογιζόταν, κατά τη διάρκεια τις λειτουργίας, το πρόσωπό της και τους γλαδιόλους στα χέρια του νεαρού.

Kι έτσι άλλο από τους θορύβους της δεν ήξερε ο εχέφρων. Tους συνέλεγε κρυφίως και τους ταξινομούσε γονατιστός, δεν σηκωνόταν από την πόρτα παρά μόνον αφού βεβαιωνόταν πως ό,τι άκουγε εφεξής ήταν από την φαντασία του και πως ήταν η σιωπή του διαδρόμου που του σφύριζε στ’αυτιά. Aν αργά τη νύχτα ένα ξύλο διαστελλόταν από την ζέστη ή μία γάτα περνούσε από την σκεπή, τιναζόταν καρδιοχτυπώντας από το κρεββάτι του, ελπίζοντας πως μια δυσάρεστη αδιαθεσία την είχε αναγκάσει να βγει στον διάδρομο εσπευσμένα και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ενοχλήσεις της θα του κρατούσαν συντροφιά μέχρι να ξημερώσει. Όταν πια καταλάβαινε πως είχε παρασυρθεί από την αναξέλεγκτή του λαγνεία, γύριζε ανακουφισμένος, που δεν της τύχαινε κανένα κακό, να κοιμηθεί.

Mια φορά μόνον τον είχε αναστατώσει πράγματι η ίδια. Στην αρχή, όπως βρισκόταν κιόλας σε λήθαργο, πίστευσε πως ήταν από το όνειρό του, νόμισε πως είδε χελώνες που σέρνονταν στην άμμο, αφήνοντας πίσω τους βαριές και δύσοσμες γραμμές σαν νάταν κόκκινες. Όμως τα γογγυτά που επαναλαμβάνονταν τον ξύπνησαν και πανικοβλήθηκε. Ήταν στεναχωρημένη κι έκλαιγε, ποια καλύτερη περίσταση από αυτή. Γιατί τώρα πια, δεν περνούσε από το χέρι του να μην την γνωρίσει, τα κλάμματά της είχε την εντύπωση πως αντηχούσανε σ’ολόκληρο το οικοτροφείο, θα σχημάτιζε την χειρότερη εντύπωση για το πρόσωπό του, εάν το αντιλαμβανόταν πως είχε ακούσει τα αναφυλλητά της και δεν την προσέτρεξε, τι γάιδαρος είναι κι αυτός, δίπλα του να δυστυχούν κι αυτός να μην δίνει σημασία.

Περπατούσε όμως πάνω κάτω στην κάμαρή του, έπιανε το πόμολο να βγει και τ’άφηνε αμέσως, εκείνη τη στιγμή η συμπαράσταση του φαινόταν ανάρμοστη, θα καταλάβαινε πως τόσον καιρό έψαχνε αυτήν ακριβώς την ευκαιρία για να της συστηθεί, να γνωρίσει επιτέλους το πρόσωπό της, για να μην μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια και να χαμογελάσει ντροπαλά δίνοντάς της να καταλάβει πόσο αγνή και άδολη είναι η ψυχή του, πως κι αν μένει απέναντι, ακούγοντάς την κάθε βράδυ να γυρνάει, παραμονεύοντας τα αόρατα βήματά της και το άρωμα του υακίνθου, εάν ξενυχτάει τα βράδια περιμένοντας έναν μικρό θόρυβο σαν συνενοχή, αυτός έχει τις καλύτερες προθέσεις, ανιδιοτελώς να βοηθήσει.

Eάν γνωρίζονταν ποτέ θα της έλεγε πρώτο πράγμα πόσο βαρύς είναι ο ύπνος του.