Η συστατική αντινομία του Μετρό

30s1arx-thumb-large

Στην Κρινώ Κωνσταντινίδου

Αυτό που συμβαίνει αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη θα συνέβαινε αναπόφευκτα. Κατά τη διάρκεια των έργων για τη διάνοιξη του μετρό, οι ανασκαφές αποκάλυψαν σημαντικά ευρήματα από τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο, μια πόλη κάτω από την πόλη, τα ερείπια μιας αδιάλειπτης κατοίκησης δυόμιση χιλιάδων ετών. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα αυτά ήρθαν στο φως στη συμβολή της Βενιζέλου με την Εγνατία, εκεί όπου προγραμματίζεται ο σταθμός Βενιζέλου: πρόκειται για ένα τμήμα 75 μέτρων της Decumanus, της κεντρικής οδού από τον 4ο και τον 6ο αιώνα, στοές και ένα τετράπυλο το οποίο δείχνει πως στο σημείο του σημερινού εμπορικού κέντρου της πόλης υπάρχει το εμπορικό κέντρο της πόλης από την εποχή του Γαλέριου και μάλιστα πως κάτω από το σημερινό σταυροδρόμι  υπάρχει σταυροδρόμι ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι αρχαιολόγοι και όσοι έχουν επισκεφτεί τις ανασκαφές μιλάνε για αυτό το μισοθαμμένο ακόμη πλέγμα δρόμων, στοών, καταστημάτων με επιστημονικό ενθουσιασμό ανάμικτο με το δέος και τη συγκίνηση που νιώθει κανείς μπροστά στην ύλη της ιστορίας. Και ακόμη περισσότερο μπροστά σε μια ιστορική συνέχεια που πηγαίνει πέρα από τις ιδεοληψίες για το έθνος ή τη γλώσσα του και αφορά τις αστικές χρήσεις και τη δομή της πόλης, την καθημερινή ζωή και τα απομεινάρια της. Τα πρώτα ήδη εκατοστά ανασκαφής, το 2008, είχαν αποκαλύψει σόλες, πεταμένα κουμπιά και δεκάρες της δεκαετίας του 1950 και, καθώς οι τομές βάθαιναν, αναδύονταν το ένα μετά το άλλο τα φαντάσματα που συγκατοικούν στο υπέδαφος της πόλης: η ελληνική, η οθωμανική, η μεσαιωνική, η ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. Όπως είχε φανεί και πριν από δεκαπέντε χρόνια με τις ανασκαφές για την κατασκευή του υπόγειου πάρκινγκ στο Διοικητήριο, στη Θεσσαλονίκη τα ιστορικά στρώματα μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, συμπλέκονται και συναιρούνται.

Καθώς λοιπόν η ανασκαφή είναι μέρος ενός δημόσιου έργου και χρηματοδοτείται από την ανάδοχο εταιρεία του, την Αττικό Μετρό, η ιστορική και πολιτιστική αξία των ευρημάτων θέτει ένα δίλημμα ορίων. Το μετρό είναι απαραίτητο για την πόλη, η κατασκευή του έχει τα τελευταία χρόνια παραλύσει πολλές λειτουργίες του κέντρου και έχει κοστίσει τόσα χρήματα που οποιαδήποτε αναστολή του έργου, δεν θα ήταν καταστροφική τόσο για την ανάδοχο εταιρία όσο για ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.  Η Αττικό Μετρό ισχυρίζεται πως, εάν  ο σταθμός της Βενιζέλου ακυρωθεί, εξαιτίας των ευρημάτων, το κόστος θα είναι δυσαναπλήρωτο και θα ανασταλεί ολόκληρο το έργο. Εάν, από την άλλη, ο προγραμματισμένος σταθμός της Βενιζέλου ολοκληρωθεί, τα εκδοτήρια των εισιτηρίων, οι σκάλες, οι αεραγωγοί θα αντικαταστήσουν αρχαιολογικές δομές πολλαπλής αξίας.

Καταρχάς για την επιστημονική έρευνα. Μέχρι τώρα η πρωτοβυζαντινή περίοδος της πόλης δεν είχε δώσει ευρήματα τέτοιας έκτασης και ανάλογης ποιότητας διατήρησης μέσα στο χρόνο. Φαίνεται πως οι ανασκαφές της Βενιζέλου αποτελούν κομβικό σημείο για την κατανόηση της εποχής και τη μετεξέλιξη της Θεσσαλονίκης στη δεύτερη σημαντικότερη πόλη του Βυζαντίου.

Δευτερευόντως, για την ιστορική ταυτότητα της πόλης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί κατά τον τελευταίο αιώνα της ελληνικής της κυριαρχίας. Η σύγχρονη Θεσσαλονίκη αυτοπροσδιορίζεται ως μεταίχμια πόλη, ταυτόχρονα ευρωπαϊκή, βαλκανική και βυζαντινή. Η ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή εμπορική οδός, χτισμένη κατά την ενδιάμεση περίοδο της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, συμβολοποιεί τη σύγκλιση της Δύσης με την Ανατολή, ακόμη και με το γεγονός πως, από κάποια παράδοξη, σχεδόν ειρωνική, ιστορική αμεσότητα το σημείο το οποίο έχει έρθει στο φως είναι τρίστρατο ήδη από την αρχαιότητα. Πόσο μάλλον που ο εμπορικός δρόμος αυτός αποτελεί για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον δημόσιο χώρο της πόλης συμπλήρωμα των ανακτόρων του Γαλέριου: εκείνα, λίγες εκατοντάδες μέτρα παρακάτω, στην Πλατεία Ναυαρίνου, είναι τα ίχνη μιας ηγεμονικής αρχιτεκτονικής· εδώ στο κέντρο της εμπορικής Θεσσαλονίκης, αναδύονται τα σημεία της κοινής χρήσης, της δημώδους αγοράς, της πραγματικής ζωής της πόλης που υπερβαίνει τα όρια του μνημειακού.

Τέλος, για την πολιτιστική και οικονομική ζωή της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Προεκτείνοντας μια ευθεία από τον Λευκό Πύργο, την Πλατεία Ναυαρίνου και την Καμάρα, τα ευρήματα της Βενιζέλου ορίζουν ένα ανοιχτό ιστορικό τοπίο, ένα δημόσιο χώρο πολλαπλής χρήσης. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης, εξάλλου, χτισμένο βίαια τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ασφυκτιά επιχειρώντας να αποκτήσει νέα πολεοδομική, κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο πως στην περιοχή αυτή έχει μετατοπιστεί ένα σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου της πόλης. Ένας ρηξικέλευθος σχεδιασμός θα βασιζόταν στα ευρήματα της Βενιζέλου για να χαράξει καινούργια πολιτική για τη Θεσσαλονίκη και τις λειτουργίες του κέντρου της. Ο αρχαιολογικός κόμβος της Βενιζέλου θα μπορούσε να γίνει ένα σημείο συνάντησης και ανάπτυξης αντίστοιχο της Πλατείας Ναυαρίνου, ίσως μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη δυναμική, καθώς η περιοχή έχει εδραιωμένο εμπορικό χαρακτήρα και αποτελεί ήδη πόλο τουριστικής έλξης.

Γύρω από το δυσεπίλητο αυτό δίλημμα αρθρώνεται τις τελευταίες εβδομάδες ένας οξύς διάλογος μεταξύ όσων προκρίνουν την ολοκλήρωση του μετρό και την αποκατάσταση της εμπορικής λειτουργίας της πόλης και όσων υποστηρίζουν τη διατήρηση του αρχαιολογικού τόπου. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο με τη συνεδρίασή του της 15ης Ιανουαρίου 2013 έδωσε μια λύση κατ’ επίφαση σολομώντεια:  να κατασκευαστεί ο σταθμός αλλά ο τόπος να μην καταστραφεί,  να αποσυναρμολογηθούν τα ευρήματα από το χώρο, να μεταφερθούν και να αποθηκευτούν στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά και εκεί να περιμένουν την ώρα που θα γίνει δυνατή η επανέκθεσή τους σε μια προσομοίωση της αυθεντικής τους διάταξης. Παραβλέποντας την αμήχανη έκπληξη που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια ντισνεϊλαντική αντιμετώπιση του ίχνους της ιστορίας από το υψηλότερο θεσμικό αρχαιολογικό όργανο, αξίζει τον κόπο να σταθούμε στην αιτιολόγηση της απόφασης: εάν ο σταθμός της Βενιζέλου καταργηθεί, ισχυρίζεται το ΚΑΣ, η απόσταση ανάμεσα στους επιβιώσαντες δύο σταθμούς, πριν και μετά τη Βενιζέλου, θα είναι ένα περίπου χιλιόμετρο, και έτσι θα ακυρώνεται η λειτουργικότητα του μετρό στο κέντρο της πόλης. Ας επισημάνουμε πως πρόκειται για το ΚΑΣ που τις ίδιες ημέρες δεν έδωσε άδεια δανεισμού δύο υστεροβυζαντινών εικόνων στην έκθεση Hell As στο Παρίσι, γιατί έτσι θα απειλείτο τάχα ο λατρευτικός χαρακτήρας τους. Αντίστοιχης ελεγχόμενης νηφαλιότητας εξάλλου ήταν και η τοποθέτηση του ακαδημαϊκού καθηγητή της αρχαιολογίας και συμβούλου της Αττικό Μετρό Μ. Τιβέριου ο οποίος συνέκρινε τα ευρήματα με τα τείχη της πόλης τα οποία κατεδαφίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα για λόγους υγιεινής.

Ο Σύλλογος Αρχαιολόγων προτείνει τη λειτουργική και εκθεσιακή ένταξη των ευρημάτων στο σταθμό του μετρό κατά το πρότυπο της ένταξης ανασκαφικών τομών σε σταθμούς του αθηναϊκού μετρό. Μολονότι και αυτή η λύση είναι μάλλον αμήχανη τουλάχιστον διασφαλίζει την επιβίωση του αρχαίου τόπου. Η λύση αυτή φαίνεται να κερδίζει περισσότερο έδαφος. Ο Γιάννης Μπουτάρης, αν και στην αρχή φάνηκε κάπως ανενημέρωτα να υποστηρίζει την μεταφορά των ευρημάτων, έχει πλέον ταχθεί ολόθερμα στη διατήρηση του αρχικού τόπου και στη συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με το σταθμό. Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και το ΚΑΣ προσανατολίζεται στην αναθεώρηση της αρχικής του γνωμοδότησης.

Σε μια πόλη η οποία την τελευταία εικοσαετία έχει πρωτοστατήσει στην άνοδο ενός καινοφανούς, επικίνδυνου και αστείου πατριωτισμού, η διαμάχη γύρω από τα ευρήματα της Βενιζέλου προδίδει την καιροσκοπική και σχετικά ασυνάρτητη πολιτεία ενός μέρους της πολιτικής και ακαδημαϊκής κοινότητας. Η χάραξη της γραμμής του μετρό πάνω στον άξονα της Εγνατίας ήταν αναπόφευκτο να θέσει αργά ή γρήγορα ανάλογα διλήμματα. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι ο προφανής κακός σχεδιασμός. Είναι μια συστατική αντινομία: ότι ένα ανασκαφικό έργο κεντρικό κυρίως για την ταυτότητα της πόλης και δευτερευόντως για την ακαδημαϊκή έρευνα το αναλαμβάνει μια ιδιωτική εταιρεία.