Γνώρισα την Σχοινοβάτιδα τα χριστούγεννα του 19… σε μια μεγάλη ευρωπαική πόλη. Ήταν ένας κρύος χειμώνας και δυο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά χιόνισε και τα νερά στις άκριες των δρόμων παγώσαν. Η Σχοινοβάτιδα συνηθισμένη να ισορροπεί σε μακριά τεντωμένα σχοινιά δεν πρόσεξε κι ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο γλύστρησε. Ευτυχώς βρέθηκα πίσω της. Μολονότι η παιδιόθεν μου συστολή με εμποδίζει συνήθως να προστρέχω σε βοήθεια, φοβούμενος μήπως οι πρωτοβουλίες μου παρεξηγηθούν ως παράταιρες παρενοχλήσεις, ο κλυδωνισμός της ήταν τόσο απρόοπτος που δεν πρόλαβα να βρω καταφύγιο στους δισταγμούς μου. Όταν σταθεροποιήθηκε στην αγκαλιά μου ένιωσα πως η απρόβλεπτη πτώση της την είχε ρίξει με τέτοιο τρόπο στα χέρια μου που το τραχύ ανάγλυφο λουλουδάκι του στηθόδεσμού της με γαργαλούσε στο ελαφρύ κοίλωμα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη μου. Ντράπηκα για αυτήν την μαστοχειραψία που μας είχε συστήσει και μετατόπισα το χέρι μου προς την μέση της και την άφησα να σηκωθεί.
Η κακομοίρα είχε ιδρώσει από την έκπληξη και την τρομάρα. Την ρώτησα εάν είχε χτυπήσει και μου απάντησε πως ήταν ακεραία, ευτυχώς, χάρη στην παρέμβασή μου, η φωνή της όμως προέδιδε πως δεν είχε ακόμη πειστεί για τη σωτηρία της κι όταν έκανε να απομακρυνθεί κατάλαβε πως κούτσαινε. Της επρότεινα ένα ζεστό στο παρακείμενο καφενείο κι αποδέχτηκε ασμένως. Της έτεινα τον αγκώνα μου να στηριχθεί.
Σε ένα παλαιό ανάκτορο, εκεί κοντά όπου βρισκόμασταν, στρατωνιζόταν η προεδρική φρουρά. Εκείνη την ώρα οι ιππείς του τιμητικού αγήματος έβγαιναν για την ημερήσιά τους άσκηση, εν όψει κιόλας του εορτασμού της αλλαγής του έτους, και η κυκλοφορία είχε διακοπεί. Αναγκαστήκαμε να τους περιμένουμε για να διασχίσουμε τον δρόμο και έτσι η Σχοινοβάτιδα έμεινε στηριγμένη πάνω μου περισσότερη ώρα από όσην ήλπισα αρχικά. Οι έφιπποι περνούσαν με αργύ βηματισμό, κοιτώντας αγέρωχοι μπροστά, ενώ τα άλογα αφήναν πίσω τους την βαριά, αχυροποίκιλτη καβαλλίνα τους. Από ετούτη την πρώτη μας συνάντηση με την Σχοινοβάτιδα έχω κρατήσει την οσμή της. Δίπλα δε στο καφενείο είχε ένα ανθοπωλείο και πριν καθήσουμε της αγόρασα ένα δροσερό χρυσάνθεμο να την παρηγορήσω. Συζητήσαμε για πολλά, γελώντας, και υποσχεθήκαμε να συναντηθούμε πάλι την επομένη να δούμε μαζί τα πυροτεχνήματα.
Επέστρεψα στεναχωρημένος στο ξενοδοχείο μου, γεμάτος με αυτήν την απροσδιόριστη θλίψη που μας προκαλεί συχνά η ευχάριστη και φευγαλέα συνάντηση με αγνώστους.
Σκεπτόμουν τις κοινοτοπίες αυτών των περιπτώσεων.