H Σχοινοβάτιδα

tumblr_l36gf0s9ba1qzdzano1_500

Γνώρισα την Σχοινοβάτιδα τα χριστούγεννα του 19… σε μια μεγάλη ευρωπαική πόλη. Ήταν ένας κρύος χειμώνας και δυο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά χιόνισε και τα νερά στις άκριες των δρόμων παγώσαν. Η Σχοινοβάτιδα συνηθισμένη να ισορροπεί σε μακριά τεντωμένα σχοινιά δεν πρόσεξε κι ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο γλύστρησε. Ευτυχώς βρέθηκα πίσω της. Μολονότι η παιδιόθεν μου συστολή με εμποδίζει συνήθως να προστρέχω σε βοήθεια, φοβούμενος μήπως οι πρωτοβουλίες μου παρεξηγηθούν ως παράταιρες παρενοχλήσεις, ο κλυδωνισμός της ήταν τόσο απρόοπτος που δεν πρόλαβα να βρω καταφύγιο στους δισταγμούς μου. Όταν σταθεροποιήθηκε στην αγκαλιά μου ένιωσα πως η απρόβλεπτη πτώση της την είχε ρίξει με τέτοιο τρόπο στα χέρια μου που το τραχύ ανάγλυφο λουλουδάκι του στηθόδεσμού της με γαργαλούσε στο ελαφρύ κοίλωμα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη μου. Ντράπηκα για αυτήν την μαστοχειραψία που μας είχε συστήσει και μετατόπισα το χέρι μου προς την μέση της και την άφησα να σηκωθεί.

Η κακομοίρα είχε ιδρώσει από την έκπληξη και την τρομάρα. Την ρώτησα εάν είχε χτυπήσει και μου απάντησε πως ήταν ακεραία, ευτυχώς, χάρη στην παρέμβασή μου, η φωνή της όμως προέδιδε πως δεν είχε ακόμη πειστεί για τη σωτηρία της κι όταν έκανε να απομακρυνθεί κατάλαβε πως κούτσαινε. Της επρότεινα ένα ζεστό στο παρακείμενο καφενείο κι αποδέχτηκε ασμένως. Της έτεινα τον αγκώνα μου να στηριχθεί.

Σε ένα παλαιό ανάκτορο, εκεί κοντά όπου βρισκόμασταν, στρατωνιζόταν η προεδρική φρουρά. Εκείνη την ώρα οι ιππείς του τιμητικού αγήματος έβγαιναν για την ημερήσιά τους άσκηση, εν όψει κιόλας του εορτασμού της αλλαγής του έτους, και η κυκλοφορία είχε διακοπεί. Αναγκαστήκαμε να τους περιμένουμε για να διασχίσουμε τον δρόμο και έτσι η Σχοινοβάτιδα έμεινε στηριγμένη πάνω μου περισσότερη ώρα από όσην ήλπισα αρχικά. Οι έφιπποι περνούσαν με αργύ βηματισμό, κοιτώντας αγέρωχοι μπροστά, ενώ τα άλογα αφήναν πίσω τους την βαριά, αχυροποίκιλτη καβαλλίνα τους. Από ετούτη την πρώτη μας συνάντηση με την Σχοινοβάτιδα έχω κρατήσει την οσμή της. Δίπλα δε στο καφενείο είχε ένα ανθοπωλείο και πριν καθήσουμε της αγόρασα ένα δροσερό χρυσάνθεμο να την παρηγορήσω. Συζητήσαμε για πολλά, γελώντας, και υποσχεθήκαμε να συναντηθούμε πάλι την επομένη να δούμε μαζί τα πυροτεχνήματα.

Επέστρεψα στεναχωρημένος στο ξενοδοχείο μου, γεμάτος με αυτήν την απροσδιόριστη θλίψη που μας προκαλεί συχνά η ευχάριστη και φευγαλέα συνάντηση με αγνώστους.

Σκεπτόμουν τις κοινοτοπίες αυτών των περιπτώσεων.

Ο κομψός και μετρημένος ηδονισμός

Παραμονή των Χριστουγέννων πέθανε ο Φρίξος, κοντά πια στα ενενήντα. Ο Φρίξος ήταν ο νονός της αδελφής μου, αλλά νονό τον αποκαλούσα κι εγώ από μικρός κι έτσι έμεινε μέχρι το τέλος. Ο Φρίξος ήταν ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου ή για να είμαι ακριβέστερος, έγινε ο καλύτερός του φίλος σταδιακά, καθώς διαψεύσεις και παρεξηγήσεις, περιπέτειες και ατυχίες περιόριζαν τον κύκλο και των δύο και οι παλαιότεροι και πιο ταιριαστοί θα έλεγε κανείς φίλοι, παιδικοί σύντροφοι και συναναστροφές της πρώτης νεότητας, χρόνο με τον χρόνο απομακρύνονταν και χάνονταν. Δεν έμοιαζαν. Ο Φρίξος χαιρόταν την ζωή, σύχναζε στα νυχτερινά κέντρα της εποχής και κήρυττε με κάθε ευκαιρία έναν κομψό και μετρημένο ηδονισμό. Δεν φαινόταν να βασανίζεται από ανομολόγητες σκέψεις και δισταγμούς. Ήταν αφοσιωμένος στην οικογένειά του τόσο μόνον όσο δεν γινόταν η αφοσίωσή του βάρος σε κανέναν και δεν μιλούσε ποτέ για πολιτικά, όχι τουλάχιστον μπροστά μας, καθώς είχε χάσει έναν μεγαλύτερο αδελφό στον εμφύλιο από τους κομμουνιστές. Η σύζυγός του ήταν προϊσταμένη στο Ναυτικό Νοσοκομείο και ο Φρίξος συναναστρεφόταν πάντα υψηλόβαθμους στρατιωτικούς και καθηγητές της ιατρικής για τους οποίους δεν μιλούσε ποτέ με δέος. Για μένα ο Φρίξος ήταν ένα δευτερεύον, κάπως πιο ανάλαφρο υπερεγώ. Ήταν οδοντίατρος κι έτσι ανέπτυξα μια ενοχική σχέση με τα δόντια μου, πονάνε συχνά χωρίς αφορμή και φοβάμαι ότι θα τα χάσω, σπάνια τα κοιτάζω στον καθρέφτη και ασυνείδητα νομίζω ότι στα δόντια μου αφήνουν το στίγμα τους τα κρίματα και τα σφάλματά μου.

Ο Φρίξος ήταν πολλά χρόνια άρρωστος από την καρδιά του. Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, κάθε φορά και λίγο χειρότερα. Βαθούλωνε και κιτρίνιζε. Επέζησε όμως όλων των φίλων του, χωρίς να σταματήσει να καπνίζει και να πίνει ούτε μέρα. Πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του, ήταν καλοντυμένος σαν ο χρόνος να σταμάτησε το 1970, όταν έπαθε το πρώτο του έμφραγμα. Στα τελευταία του έκανε κάθε δύο μέρες αιμοκάθαρση και ήταν πια κατάκοιτος. Πριν από δύο μήνες τον είχε επισκεφτεί η αδελφή μου και του έδωσε να πιει νερό στο κρεβάτι. Καθώς ήταν ανασηκωμένος, έγειρε πίσω το κεφάλι με την πρώτη γουλιά και έκλεισε τα μάτια του. Η αδελφή μου τον ρώτησε τρομαγμένη τι συμβαίνει. «Απολαμβάνω το νερό», της είχε πει καθησυχαστικά. Προχθές που ο μεγάλος του γιος τον πήγαινε στο νοσοκομείο για την αιμοκάθαρση του είπε: «Αποφάσισα να πεθάνω» και πέθανε στην επιστροφή.